Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θυηπολίη — θυηπολία sacrificing fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυηπολία — (ΑΜ), ιων. τ. θυηπολίη, ἡ (Α) [θυηπόλος] 1. θυσία 2. μυστηριακές τελετές … Dictionary of Greek